Ο Γιάννης Μίχας Νεονάκης ή αλλιώς Dave
γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου του 1983 στην Αθήνα.
Μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα στην ευρύτερη
περιοχή του Βύρωνα και στην ηλικία των 13
ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με την ραπ μουσική αλλά και
με την τέχνη του γραπτού λόγου.Είναι στιχουργός , ερμηνευτής και ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος '' Φράξια'' ,
ένα από τα πιο βαθιά πολιτικοποιημένα και ανθρωποκεντρικά συγκροτήματα
της ανεξάρτητης μουσικής σκηνής.

Έχει γράψει και ερμηνεύσει σχεδόν εξ ολοκλήρου
όλη την δισκογραφία των Φράξια
( 3 δίσκοι , 2 προσωπικοί , 1 συλλογή )
και διάφορες συμμετοχές σε άλλα projects και συνεργασίες.



Έχει εμφανιστεί ζωντανά σε πολλά σημεία της Αθήνας αλλά
και της επαρχίας με το συγκρότημα και έχει εκδόσει επίσης
κι ένα βιβλίο με στίχους αλλά και πεζό λόγο , με τίτλο :
''Έχω τον λόγο μου''... Επίσης ασχολείται με την αρθρογραφία

επί σειρά ετών σε διάφορα blogs και τοπικές ανεξάρτητες εφημερίδες.
Αυτό τον καιρό αρθρογραφεί στο site Τέταρτο.
Έχει συμμετάσχει ως ομιλητής μεταξύ άλλων σε αρκετές εκδηλώσεις για το πολιτικό τραγούδι
και την δυναμική του λόγου στην hip hop μουσική.

Θεωρείται από αρκετούς ως ένας σύγχρονος ποιητής της γενιάς του,αλλά και κινηματικός καλλιτέχνης με αιχμηρό , επικίνδυνο αλλά και βαθιά ρομαντικό στίχο ,
καθώς έχουν αναφερθεί σε αυτόν και το έργο του αξιόλογοι άνθρωποι από τον χώρο της δημοσιογραφίας , της ποίησης , και του ραδιοφώνου. Αυτή η ιστοσελίδα έχει σκοπό την καταγραφή του εργού του και περιέχει όλους τους στίχους που κυκλοφόρησε σε μουσική μορφή από το 2009 μέχρι σήμερα.

Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

Από το μετερίζι

Βρίσκομαι ακόμα στο σημείο που κάποτε αποτελούσε 
το πιο επικίνδυνο μετερίζι για μας.Για μας τους άλλους,
που κάτι διαφορετικό φορούσε η ματιά μας, και που για την άθλια πλειοψηφία
ήμασταν στο περιθώριο και ποτέ στα καλά μας.
Για μας που ορκιστήκαμε με λύσσα σθεναρή ότι στο τέλος κι αν πέσουμε
πύρινη θράκα κι όχι στάχτη θα χει αφήσει η μιλιά μας.
Ποτέ δεν ήμασταν πολλοί κι όσοι το γιατί ρωτούσαν
ξέραμε πάντα πως θα λύγιζαν στην πρώτη πληγή.
Κι όσοι αντέχαν από μας φορεσιά κάναν το αίμα
και βάζαν πλάτη στο βοριά να μην κρυώνουν τα παιδιά.
Ζωστήκαμε με λέξεις αιχμηρές , νύχτες αμέτρητες
και με πίστη ιερή στο όνειρό μας , τις αφήσαμε να γλιστρήσουν σιγά σιγά
από τα ματωμένα μας χείλη.
Με πρόταγμα το δίκιο μας το ατσάλινο ,εκφραστές των πνιγμένων ουρλιαχτών
και κολασμένων αδυνάτων , βουτήξαμε με θάρρος το πιο επικίνδυνο και σπάνιο όπλο
το σφίξαμε στα πληγιασμένα χέρια μας , διατεθειμένοι να περάσουμε ξυστά
κάτω από τα συρματοπλέγματα της λήθης ,στέλνωντας σφαίρες από τη λάβα της ψυχής
στα μπαλκόνια της βολής και τα σαλόνια της απάθειας.
Μόνιμα λυσσασμένοι και φυσικά εκτεθιμένοι.

Επιστρέφω απόψε ρακένδυτος και λαβωμένος σε τούτο το σημείο
και δεν υπάρχει πλέον τίποτα εδώ.
Συντρίμμια από φωτεινά περιτιλύγματα και σάπια περιεχόμενα.
Ανήλικες εκδοχές σε ώριμες συσκευασίες , προδομένες προσδοκίες και όρκοι βουβοί και τσαλαπατημένοι.
Κοράκια και λυσασμένοι σκύλοι καραδοκούν να κατασπαράξουν ότι απέμεινε απ`το ακέραιο.
Αν υπήρξε ποτέ.
Κι εγώ εδώ , ακόμα όρθιος με όσες σφαίρες μου απέμειναν , θα στέκω περήφανος μέχρι το τέλος
να τους θυμίζει η ύπαρξη μου πόσο φτηνοί , δειλοί και άδειοι γινήκανε.
Ανάμεσα στο τίποτα και στο μηδέν στέλνω φωτιά και ένα μήνυμα...
Ότι από δω και πέρα οι χειρότεροι εχθροί μου
θα ναι οι πρώην φίλοι μου κι οι πρώην σύντροφοί μου...

Ρίξε κάτι απάνω σου

Δυο σταγόνες απ`την γουλιά που ξεχειλήσανε
και βρέξανε τα χείλη μου σαν πήγα να σε πιω
δυο μάτια που δεν άντεξαν , νυχτώσαν και δακρύσανε
κι η εικόνα σου που ακόμα θέλω μέσα της να μπω.
Κρατώ στη χούφτα μου το αγιασμένο χώμα απ`τη βροχή
κι ένας αέρας το δέρμα μου χαιδεύει τρυφερά
για μένα τόπος δεν υπάρχει δεν διαλέγω φυγή
κι αφήνομαι στα χέρια σου για πρώτη φορά.
Κάνω δυο βήματα μπροστά τα ίχνη σου να ακολουθήσω
την γαλήνια ύπαρξη σου να θωρώ
κάθε φορά προσεύχομαι στο σύμπαν να σε αντικρίσω 
να σε βλέπω να έρχεσαι για λίγο να χαρώ.
Τραβώ πιο κει το κουφάρι μου απ`τα μίζερα και σπρώχνω
το χρόνο να μου δώσει τη στιγμή που αναζητώ
κουρνιάζω μες στην αγκαλιά σου την ανάσα μου και διώχνω
να αναπνεύσει από τα χείλη μου το πόσο σ`αγαπώ.
Και περιμένω σαν φύλακας απ`έξω απ`την αυλή σου
και στέλνω τον καπνό μου να σου πει πως είμαι εδώ
μήπως δω να ξεπροβάλει απ`το παράθυρο η μορφή σου
το χαμόγελο σου να με σώσει πριν πνιγώ.
Και στίβω τα σύννεφα να στάξουνε βροχή
περιμένω εδώ στα μέρη σου σαν άγρυπνος φρουρός
όλα ξεκίνησαν από μια καλημέρα ένα πρωι
κι η ομορφιά εγκαταστάθηκε δεν γίνετε αλλιώς.

Μα πες μου πως , σε ένα τραγούδι να μπορέσω
χιλιάδες λέξεις να αποδώσουν μια στιγμή
φοβάμαι τόσο μήπως δεν καταφέρω να χωρέσω
αυτό που νιώθω σε μια τόση δα ζωή.
Κι εσύ εκεί με την αθόρυβη σου επιμονή
σκυμμένη σε σελίδες σε χαρτιά και σημειώματα
στοιβάζεις την ασχήμια τους σε μια άλλη εποχή
του χρόνου το χωνί να στάξει ομορφιά κι αρώματα.
Εκείνη την ατόφια που την φέρνει η βροχή
και μυρίζει στις βεγγέρες μυρωδιά βασιλικού 
δεν χρειάζεται να πείσει δεν φωνάζει να ακουστεί
είναι εκεί σε παρασέρνει σαν γλυκό του κουταλιού.
Στο γαλάζιο του ουρανού μα και στο άπειρο του νου
προσεύχομαι τις νύχτες πάντα αγέρωχη να στέκεις
στα πυκνά μαλλιά σου στέμμα του μελένιου σου κορμιού
να τυλίγομαι τριγύρω σου και αιώνια να με μπλέκεις.
Κι αν αντέχεις , θα συνεχίσω λίγο ακόμα
τώρα με βρήκες μπόσικο στο λιώμα και στο πιώμα
τα αλήθινα υπάρχουν και λέξεις δεν χρειάζονται 
εσύ με ξέρεις , οι άλλοι τάζουν και φαντάζονται
Το δίκιο μου , το βλέμμα που καρφώνει
το σώμα που πονάει το κρυμμένο όνειρο μου
την αιχμηρή και βολική σιωπή που με λαβώνει
την τρέλα το γαμώτο μου και το παράπονο μου.
Αφήνω νηστικό αυτό που τρώει τα σωθικά μου
στη σιωπή μου απευθύνομαι για πρώτη φορά
ξεφτιλίζω τη βολή τους , φοράω τα καλά μου
απόψε χαμόγελα μου είναι όλα γιορτινά.
Τραγούδα μου , ψιθύρισε στο αυτί μου να σε νιώσω
το περίσσεμα σου ψάχνω και μια γωνιά στο πλάνο σου
παγώνει ο καιρός και ζεσταίνω μια αγάπη να σου δώσω
όπου κι αν πας να ρίχνεις κάτι απάνω σου.

Με την κορδέλα στα μαλλιά

Γυρνάει στους δρόμους χωρίς καν να ξέρει που ακριβώς πάει
και μια χρωματιστή κορδέλα στα μαλλιά της φοράει
ζει μοναχή της από επιλογή της και τα ατού της
είναι οι τζίβες της και τα πολλά ταττού της.
Σπούδαζε φιλοσοφική μα γρήγορα έφυγε απο κει
βαριέται εύκολα , μπουχτίζει ξενερώνει , να γιατί
Γουστάρει γύρες , περατζάδες και ξάπλες στα γρασίδια
ερωτευμένη με τον έρωτα τις βόλτες τα ταξίδια.
Σερβίρει αλκοόλ και χαμόγελα πολλά
μένει κοντά στην Αλεξάνδρας κάπου πίσω απ`τη ΓΑΔΑ
μαζεύει φράγκα να φύγει για εξωτερικό
δουλεύει σε ένα μπαράκι κάπου στον Βοτανικό.
Με ροδοπέταλα κι αγκάθια η ζωή της στρωμένη 
μα μονίμως ορεξάτη και ποτέ της κουρασμένη
απ`τα αρσενικά απογοητευμένη η ψυχή της
και θα δεινοπαθήσεις για να πάρεις το φιλί της.
Πανόρμου , Εξάρχεια , Θησείο , Μοναστηράκι
κάπου εκεί θα την πετύχεις να γυρνάει κάνα βραδάκι
πλασματάκι ξεχωριστό πανέμορφο και σπάνιο
πρώτη στις παρέες , στα πειράγματα ζιζάνιο.
Διαβάζει ποίηση κάτω απ`του ήλιου το φως
κι απο μουσική τη βρίσκει με Black Keys και Peater Tosh
τα καλοκαίρια θα τη βρεις στην Γαύδο η στην Ικαρία
να κάνει τα ζογκλερικά της σε μια παραλία.
Μια ιστορία που ίσως σου φαίνεται οικεία
είναι η φίλη μας κι απόψε κάνει πάρτυ στην πλατεία.

Είναι η φίλη μας κι απόψε κάνει πάρτυ στην πλατεία
κι είμαστε όλοι καλεσμένοι έχει κάτι να μας πει
η ζωή δεν της γελούσε όταν της έκανε αστεία
ίσως δεν άντεχε που εκείνη την αγάπησε πολύ
Είναι η φίλη μας με την κορδέλα στα μαλλιά
κι απόψε κοροιδεύει την πιο σοβαρή πλευρά της
στέκεται στο κέντρο και μας στέλνει φιλιά
τραγουδάει και χορεύει μοναχή με τη σκιά της.

Μεγάλωσε σε περιβάλλον παλεών αρχών
με μια μάνα ασθενή , ταβόρ κι υπνοστεντόν 
Εναν πατέρα αλκοολικό που την χτυπούσε όταν μεθούσε
την οργή του για τη ζωή του πάνω της ξερνούσε
Ώσπου στα 17 της ένα βροχερό πρωί
βούτηξε μια τσάντα κι απ`τα μαλλιά τη ζωή
κατέβηκε στην πόλη και γυρνά από τοτε αναμεσα μας
κάνει χάζι , χαμογελά στη μιζερη σκια μας
Τώρα το όμορφο τυπάκι έχει φτάσει 28
κι έχει προβλήματα με ένα καθίκι αφεντικό
που τις χρωστά δεδουλευμένα , ώρες κι ένσημα καντάρια
παίζει με φωτιές για να τα βγάλει πέρα , στα φανάρια.
Αν είσαι τυχερός και την πετύχεις πουθενά 
κάτσε και μίλα της σου υπόσχομαι θα μάθεις πολλά
Πως απ`το αγκάθι βγαίνει ρόδο κι απ`το ρόδο βγαίνει αγκάθι
πως επιβιώνει κάποιος από αλλονών τα λάθη.
Πως η ζωή απλά έχει το χρώμα που της δίνεις
είναι θέμα απόφασης κι εμπιστοσύνης
Ζήσε την απλά και σ`ότι κάνεις δώσε την ψυχή σου
κλείσε της το μάτι ακόμα κι αν δεν είναι μαζί σου
Σαν την φίλη μας αυτήν την παράξενη φιγούρα
που γυρνάει μέσα στους δρόμους σαν καρικατούρα
Που αρνείται χωρίς σκέψη τη μαυρίλα τη μιζέρια
που κοιτάει ψηλά τον ήλιο και απλώνει τα χέρια
Σαν λουλούδι που μέσα απ`το τσιμέντο φύτρωσε
κι αφού πάλεψε στο τέλος τα κατάφερε και γλύτωσε.

Τώρα που μεγάλωσα

Στέκομαι όρθιος 33 χειμώνες
κι η ψυχή μου ψάχνει ακόμα κάτι για να λυτρωθεί
οι ανόθευτες στιγμές μου κι αυτές έχουν μείνει μόνες
κι έχω ακόμα μες στα αυτιά μου εκείνη τη φωνή.
Που μου φώναζε σπαρακτικά στα μέτρα τους να ζήσω
μια ζωή συμβιβασμένη ,ήσυχη και βολική
μα εγώ τράβηξα τον δρόμο μου κι είπα να τους γαμήσω
να μιλήσω να γράψω για όσα ντρέπονταν αυτοί.
Κάτι δεν πάει καλά μου λέγανε με μένα
και τέντωναν το δάχτυλο σαν δικαστές για να συμμορφωθώ 
να προσέχω που πατάω να μην ψάχνω στα χαμένα
ένα λάθος που πασχίζαν να το κάνουνε σωστό.
Απομόνωση και βία , λεκτική σωματική
κάθε αντίδραση μου τάραζε την ήσυχη βολή τους
μισούσα οτι αγαπούσαν κι ότι λάτρευαν αυτοί
πόσο τους πόναγε που ούτε στιγμή δεν ταίριαξα μαζί τους.
Μια ζωή γεμάτη τύψεις , ενοχές κι απωθημένα 
φορτωμένα απ`τους ενάρετους καλούς κοινογνωμίτες 
ανθρωπάκια μίας χρήσης , δυστυχισμένα
που όσους δεν καταλάβαιναν τους βάφτιζαν αλήτες.
Να σου τώρα , ένας από αυτούς είμαι κι εγώ
ελλιπής από καριέρα , από φράγκα και πτυχία
μα γεμάτος στη ψυχή κι από βλέμμα καθαρό
κι επιμένω να μετράω με στιγμές την ευτυχία.
Ένας έφηβος με φαρδιά παντελόνια
αθεόφοβος ξερνάω πάνω από την ηθική σας
τίποτα δεν έχει αλλάξει τι κι αν πέρασαν τα χρόνια
καληνύχτα , καλού κακού πείτε την προσευχή σας.

ΡΕΦΡΑΙΝ

Τώρα που μεγάλωσα κοιτάξτε με κατάματα
πίσω απ`το βλέμμα μου κρύβεται ένα παιδί
που φοβισμένο κάποτε πνιγόταν μες στα κλάματα
και πάσχιζε μονάχο απ`τα σκοτάδια του να βγει.
Τώρα που μεγάλωσα στα μούτρα σας ξερνάω
τον κόσμο σας αφού δεν καταφέραμε να αλλάξουμε
αλήτης παραμένω για αυτό και τραγουδάω
είστε πιο βρώμικοι κι από τους τάφους που θα σας θάψουνε.

Ούτε καν απορείς


Πες μου αλήθεια πόση ζωή μας έμεινε ακόμα
λύτρωσε με απόψε με μια κουβέντα ένα φιλί
μέσα μου όλα σώπασαν, ξεθώριασε η εικόνα
της γιαγιάς που έπλεκε απ`έξω στην αυλή.
Η εικόνα εκείνου του παιδιού που ανέμελο σφυρούσε
δεν κοίταζε την ώρα μα μονάχα ουρανό
με λυτά κορδόνια λερωμένος σιγοτραγουδούσε
στεκόταν θαρραλέα να κοιτάξει το γκρεμό.
Καργαρισμένο με πληγές σε σημείο εμφανές
από αυτές που κλείνουν σύντομα , σημάδια δεν αφήνουν
επουλώνονται αμέσως γιατί δεν υπάρχει χθες
ένα χαμόγελο ταιράστιο είν το μόνο που αφήνουν.
Μα σοβάρεψε μεγάλωσε και δεν χαμογελάει
τώρα τρέχει να σωθεί πάνω απ`όλα απ`τη σκιά του
απ`την κλειδαρότρυπα στη ζούλα κρυφοκοιτάει
τη χαμένη του ζωή και τη μίζερη δουλειά του.
Τώρα σιωπές χιλιάδες ενοχές και τρία δάνεια
αόρατα φαντάσματα , εφιάλτες και ουρλιαχτά
κάτι ενδείξεις σοβαρές που προμηνύουν την παράνοια
αλλόκοτοι εχθροί και τίγκα ψυχολογικά.


Τι να σου πω,τι άλλο να σου γράψω να ξυπνήσεις
καμιά σχέση δεν έχει η ζωή με αυτό που ζεις
οι σωστές οι απαντήσεις κρύβονται στις ερωτήσεις
όλα σβήνουνε μπροστά σου κι ούτε καν απορείς
Τι να σου πω , τι να σου γράψω είναι η σειρά σου να μιλήσεις
είσαι ακόμα ζωντανός μα φτάνει να το θυμηθείς
μπορείς να ζήσεις όπως θες , φτάνει να θες να ζήσεις
κοίτα έξω βγήκε ο ήλιος είσαι ήδη νικητής.


Τώρα στεκόμαστε απέναντι ο ένας απ`τον άλλο
κι ανάμεσα μας ένας ωκεανός φοβίας
μια άβυσσος κοινωνικών κατασκευασμάτων 
ψεύτικες επιθυμίες διάλογοι άνευ ουσίας
Κάπου εδώ στην εποχή των σκιών
στο τέλος των αρνήσεων και των ιδεών
μετράμε λόγια , μετράμε ώρες και στιγμές
σημασία ζητιανεύουμε στα like των νεκρών
Πες μου κάτι θέλω μόνο να ακούσω τη φωνή σου
θέλω τόσο να πιστέψω ότι είσαι ζωντανός
πάει καιρός που περιφέρεις εκεί έξω το κορμί σου
ντενεκές παρατημένος , σκουριασμένος αδειανός.
Το μυαλό σου μια μάζα σάπια και μουχλιασμένη
τα χέρια σου αχρησιμοποίητα σφιχτά δεμένα
η φωνή σου τρεμοπαίζει και περιμένει
να εκφραστεί για ακόμη μια φορά από ανθρώπους σαν εμένα.
Και χαμένα μη νομίζεις , τα χω και εγω χαμένα
κάτι νυχτες σαν κι αυτή που φοβάμαι μην πνιγώ
κι αναρωτιέσαι γιατί πιστεύω ακόμα σε σένα
έχω και εγώ τα βίτσια μου , που να σου εξηγώ

Χωρίς τη σιγουριά σου

Tα χρόνια κυλούσαν και εκείνος όπου βρισκόταν 
την είχε πάντα δίπλα του.Έζησε προσπαθώντας κάθε μέρα 
να απεγκλωβιστεί από εκείνη και να ζήσει επιτέλους ελεύθερος.
Στο τέλος απλά κατάλαβε ότι τελικά έψαχνε κάπου αλλού να εγκλωβιστεί..
.Έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι ότι φοβούνται να αντικρίσουν όπως είναι , το βαφτίζουν αλλιώς...


Καθόσουν ακριβώς στο από πίσω θρανίο
τη βαρεμάρα μας ανταλλάζαμε με σημειώματα
μου έλεγες πως σιχαινόσουν τόσο το σχολείο
και σου έγραφα ότι δάσκαλοι μου μοιάζουνε με πτώματα
Περίμενα στο διάλειμμα να έρθεις να με βρεις 
στη ζούλα τα παρθενικά πνευμόνια μας να κάψουμε
γελούσαμε που οι υπόλοιποι ήταν τόσο συνεπής 
μας φώναζαν πως θα καταστραφούμε αν δεν αλλάξουμε
Στα πρώτα μου χτυπήματα , στα πρώτα μου σκιρτήματα 
ακούραστη στεκόσουν δίπλα σιωπηλή
άλλες φορές έκανες θόρυβο χωνόσουν μες στα ποιήματα 
κι άλλες καθόσουνα σκυφτή και ντροπαλή.
'Ησουν εκεί από νωρίς πριν καν αρχίσω να ραπάρω
πριν αρχίσω να γράφω τα πρώτα μου στιχάκια
τις στιγμές που στο αλκοόλ πνιγόμουνα πριν να σαλτάρω
και τις νύχτες που την έβγαζα στο κρύο σε παγκάκια.
Στα κλάμματα στα γέλια μου στις πρώτες μου αγωνίες
στο χέρι που απλωνότανε με μίσος προς εμένα
πεισματάρα , έβρισκες πάντα ευκαιρίες
να μου υπενθυμίσεις πως εγώ μονάχα έχω εσένα.
Άλλοτε με τη μορφή μίας υπέροχης κοπέλας
με το ύφος της γοητευτικής σιγουριάς
κι άλλες φορές τρομακτική απ`τα ορμητήρια της τρέλας
πάντα πρόθυμη να με κατασπαράξει μονομιάς.

Στους πρώτους μου τους έρωτες στα πρώτα μου φιλιά
κρυβόσουν πίσω από τους φόβους μου και τους τροφοδοτούσες
πάντα με γλύτωνες από μια ψεύτικη αγκαλιά
μα όταν χαιρόμουνα στα αλήθεια ένιωθα πως με μισούσες.
Πρώτη μέρα στο στρατό σε είδα να στέκεσαι στη πύλη
στη μετάθεση καθόμασταν στο ίδιο το βαγόνι
ήσουν στο κόσμο μου όταν στο κόσμο τους ήταν οι φίλοι
ίσως να μασταν μαζί , ίσως για πάντα μόνοι.
Πόσο μου έλειπες , υπήρχανε φορές που σε ζητούσα
επίμονα , φοβόμουν πως κι εσύ θα κουραστείς
στις συναυλίες μου πάντα για σένα τραγουδούσα
κι οταν έσβηναν τα φώτα τότε ερχόσουν να με βρείς.
Στις φθινοπωρινές νυχτερινές μου αποδράσεις
όταν χάζευα τη πτώση της βροχής πάνω στα φύλλα
όπου κι αν βρισκόμουν μίκραινες τις αποστάσεις
η βροχή εγώ εσύ και τα δυο λευκά μου φύλλα.
Καλοκαίρια να χαζεύω το Αιγαίο
κι η δροσούλα να με παίρνει αγκαλιά να τυλίγει το κορμί μου
στα μπράβο τους , για το ταλέντο μου το πηγαίο
εγώ τραβιόμουν πιο πέρα και σε έπαιρνα μαζί μου.
Όταν έγραφα το ''να ξαναγεννηθούμε''
εκείνες τις βραδιές που δεν υπήρχε ψυχή
ήμουνα σίγουρος εμείς οι δυο ποτέ δεν θα χαθούμε
και ζώναμε τους στίχους και οι δυο μας χιαστί.
Όμως υπήρχαν και φορές , καλή ώρα σαν κι αυτή
που ένιωθα μόνος απροστάτευτος ακόμα κι από σένα
φορούσα στην παράλογη πλευρά μου λογική
να καταλάβω τι σκατά συμβαίνει τελικά με μένα.


ΡΕΦΡΑΙΝ

Τώρα σκορπίστηκες , τώρα μοιράστηκες παντού
είναι η εποχή σου βλέπεις τώρα και οι πάντες σ`έχουν νιωσει
τώρα,πήρες το γκρίζο του δικού μας ουρανού
μου πες ότι έχω ελευθερία μα τι να την κάνω τόση ?
Θέλω να ρθεις πάλι πίσω στη δικιά μου φυλακή
φοβάμαι τόσο εκεί έξω χωρίς τη σιγουριά σου
άφησε με να νομίζω πως για μένα θα σαι εκεί
η επέτρεψέ μου τουλάχιστον να αλλάξω το όνομα σου.

Εγώ φταίω

Εδώ ποτέ δεν χαμογέλασε η θλίψη
εδώ δεν ξέρω καν τι έχει χαθεί και ούτε ποιος το χει κρύψει
Εδώ το γέλιο μας ακόμα νιώθει τύψεις
και το άστεγο κουφάρι μου σκορπίζεται σε εφήμερες εκπλήξεις.
Ο ουρανός το δάκρυ του αφήνει πάνω στο τζάμι
και τα λόγια μου μοιράστηκαν κι αυτά πήγαν χαράμι
μεγαλώνω ακόμα ψάχνοντας εκείνο το παιδί
που το ακούω να σιγοκλαίει και να με ρωτά γιατί.
Πόσους κρυμμένους κωδικούς απ`τη ζωή να βγάλω
πόσες φορές θα τη μισήσω πόσες θα την αγαπήσω
το μόνο σίγουρο είναι μονάχα ότι αμφιβάλω
για τα πάντα , για όσα έρθουν πριν ακόμα τα αντικρίσω.
Όσα πέρασαν ως τώρα απ`των ματιών μου τις οθόνες
τα`χω κρύψει μια για πάντα σε 33 χειμώνες
τα έζησα , τα επέλεξα και τα`νιωσα
και που`σαι...ακόμα κλαίω , ακόμα αισθάνομαι , δεν πάγωσα.
Για δρόμο , αλητείες κι άλλα τέτοια μη μιλάτε
αυτά στις γκρούπις που σας καβλαντίζουνε να τα πουλάτε
μόνο φούμαρα και λόγια κι άσε τα χαζά να ακούνε
μα όσοι ζούνε δεν μιλούν , όσοι μιλούν πολύ δεν ζούνε.
Εδώ που λες εικόνες φτιάχνω στο μυαλό μου
κι από το πρόσωπο μου τράβηξες το χέρι τρομαγμένη
είναι καιρός που δεν μιλάω τόσο για τον εαυτό μου
κάπου ξέμεινε κι αυτός μονάχος να με περιμένει.
Eπέστρεψα απόψε κι έχω κάτι να σας πω
και δεν δίνω πια δεκάρα πόσοι νοιάζονται γι αυτό
Από ένα live μου σύντροφε δεν σε είδα να περνάς
μα για το μαγαζάκι σου σου με θυμάσαι , μ`αγαπάς.

Έκανα πέρα , χαμήλωσα και τη φωνή μου
τραβήχτηκα απ`έξω από το τσίρκο σας καιρό
Να μαι πάλι ακονίζω επί ποδός τη δυναμή μου
έτσι για το γαμώτο , πριν ψοφήσω να σας πω.
Κοίταξε με λοιπόν , πες μου ακριβώς αυτό που βλέπεις
όχι αυτό που προσδοκείς πες την αλήθεια αν αντέχεις.
δεν χρειάστηκε να πάρω σοβαρά αυτό που κάνω
ήταν και θα ναι σοβαρό από μόνο του , κι όταν πεθάνω
Θα καυχιέστε τσουτσέκια ότι με ξέρατε
θα ποστάρετε τραγούδια και καλά θα υποφέρετε
να ξέρετε μονάχα πως τίποτα δεν ξέρετε
πετάξατε απλά μια αλήθεια για να περιφέρεται.
Κι απόψε λούπα μου κρατά μου εσύ συντροφιά
τώρα που δάκρυα γινήκανε τα λόγια τα παχιά
κι εσύ δεύτερε εαυτέ μου που μου έγινες σαράκι
σκούπησε καλά τα πόδια σου πριν έρθεις στο πατάκι.
Και ζύγωσε ξανά να μου ζητήσεις τα γνωστά
κείνα τα όμορφα,τα φιλήσυχα τα αρεστά
Αυτά που τόσα χρόνια , ζητούσαν οι άλλοι από μένα
σου υπόσχομαι απόψε θα χωρέσω στου καθένα
τις επιθυμίες , τις τσακισμένες προσδοκίες
του κάθε τυχάρπαστου τις θλιβερές ιστορίες
Κάνε μου τη χάρη απόψε είμαι έτοιμος σου λέω
ότι κι αν γίνει έτσι κι αλλιώς , εγώ φταίω και που αναπνέω.

Ουρλιαχτό

Την ώρα που ο έρωτας εκλιπαρούσε για λίγη αγάπη
γλιστρώντας πάνω σε πεταμένα σπέρματα 
κυνηγημένος από αρρωστημένες και αιχμηρές αγκαλιές
Την ώρα που η σιωπή πάσχιζε να λυθεί και να ουρλιάξει 
πάνω από τις ταράτσες και τα δώματα χιλιάδων μιασμάτων 
που μοιάζανε με ανθρώπους...
Την ώρα εκείνη η δίνη ενός άδειου και χωρίς ουσία πήγαινε - έλα
μας έπνιγε ακόμα πιο πολύ κι εμείς ανήμποροι βαφτίζαμε τον εαυτό μας
ξέχωρο κομμάτι αυτού του σάπιου κόσμου 
μήπως και γλυτώσουμε το χρέωμα της διαιώνισης του.

Τα παιδικά μας όνειρα ξυπόλητα κι ανέμελα περπάτησαν 
πάνω στα χαλίκια και το χώμα
Ξεκλείδωτα και φρέσκα πέρασαν ορμητικά πάνω από την λογική
στάθηκαν στη μέση του πουθενά και χωρίς σκέψη επέλεξαν να φτιάξουν δρόμους
για το σπουδαίο , το αληθινό κι αλλιώτικο.
Τώρα περνούν γερασμένα μπροστά από τους δέκτες μας
παρατημένα και μόνα στη γαλαρία ακίνδυνων διαδηλώσεων
αφημένα στο έλεος της σήψης , της παρακμής και της αδράνειας.

Το τέρας του μίσους κάρφωνε την πιο ελεύθερη καρδιά
ξυλοκοπούσε μέχρι θανάτου αδύναμες ψυχές
μια απόγνωση και ένα ουρλιαχτό βουβάθηκαν και σιώπησαν στο κάτω πάτωμα
Δύο παιδικά ματάκια κλείσανε απορημένα κάποιο παγερό ξημέρωμα
σε έναν τόπο ξένο και μακρινό από μας
Χέρια ανήμπορα βυθίζονταν αργά σε πελάγη που η απάθεια πότισε με αίμα
Την ίδια ώρα που εμείς μεθούσαμε κι αναλύαμε την κατάσταση
πίνοντας καθαρό οινόπνευμα με τα βρωμερά μας χέρια.

Βάλαμε τα σώματα τα μόνα όπλα και εργαλεία μας μπροστά
παίξαμε με τα κεφάλια μας στην αρένα του αγώνα 
έσταξε το αίμα στην ζεματισμένη άσφαλτο μια πρωτομαγιά μεσημέρι
Ξεμείναμε πιο πίσω από οράματα μεγάλα συντρόφους κι αδέρφια
κλάψαμε βουβά σε υγρά κρατητήρια και μουχλιασμένα υπόγεια.
Μουσάτοι αναρχοπατέρες ψευτοεπαναστάτες , κοπρίτες ξερόλες 
ιδιοκτήτες κόκκινων και μαύρων μικρομάγαζων 
περάσανε μπροστά μας με έπαρση και ανάστημα 
βγάζοντας λόγους , γράφοντας άρθρα με τσιτάτα 
εκδίδοντας μπροσούρες και αγωνιστικά φανζίν 
Πήραμε μέρος και εμείς στο καλά στημένο κι ατέλειωτο κουβεντολόι τους
αντί να τους πάρουμε σβάρνα κι αμπάριζα ,αυτούς τους άλλους και όλους.
Τώρα πίνουμε μπύρες και χασκογελάμε στήνοντας κάθε τόσο μια επέτειο
να γιορτάζουμε τις ήττες μας.

Φτιάξαμε μια αλήθεια δική μας να χουμε στη καβάτζα
βρήκαμε εντυπωσιακές απαντήσεις να μαστε έτοιμοι
στο ενδεχόμενο να ρωτηθούμε 
Επιλέξαμε συντρόφους και τους δώσαμε μια θέση λίγο πιο κάτω από το δίπλα
καυχηθήκαμε σπάνιοι και σπουδαίοι , ελευθεριακοί και ωραίοι
ανεβάσαμε φωτογραφίες , κατεβάσαμε σώβρακα
μιλήσαμε για δρόμο για βροχές και κρύα , για ανατολές και δειληνά 
ανάψαμε φωτιές σε δρόμους σιωπηλούς κατοικημένους από ρακένδυτους
αλλά από μας πιο καθαρούς ...
Γίναμε ρομαντικοί και ξεχωριστοί μέχρι να μας κάτσει και έπειτα γαμούσαμε
όλο το βράδυ σαν αφρισμένα λυσσασμένα κτήνη , χρησιμοποιώντας τον έρωτα
ως εξουσιαστικό μέσο επιβολής , ξερνώντας ότι πιο αρρωστημένο και καλά κρυμμένο 
από τον βόθρο που ονομάσαμε ψυχή.....

Ψυχή...Αυτή η κακομοίρα ταλαίπωρη που γράψαμε για αυτή , μιλήσαμε για αυτ
την χρησιμοποιήσαμε όταν κλαφτήκαμε ώς ανυπεράσπιστα θύματα που κάτι άλλο έφταιγε πάντα
την τραγουδίσαμε , τη γδύσαμε ,τη βιάσαμε , τη θυμηθήκαμε , τη φωνάξαμε , την λυπηθήκαμε ,
την ταισαμε , την ποτίσαμε , την πετάξαμε στα σκουπίδια , την πουλήσαμε φτηνά , την πουλήσαμε ακριβά,
τη χαρίσαμε , την πατίσαμε , την τσακίσαμε , την σκοτώσαμε έχοντας πάντα στο τέλος και το θράσος να μείνει κοντά μας , αντί να βρούμε λίγα κότσια να πάμε στο διάολο. Αντί να βρούμε λίγα κότσια
 να κοιτάξουμε στον καθρέφτη να αρνηθούμε τη μαλακισμένη
και θλιβερή ύπαρξη μας φωνάζοντας ότι τίποτα το σπουδαίο δεν ήμασταν ούτε θα μαστε ποτέ.
Αντί να ουρλιάξουμε σπαρακτικά ότι εαυτός δεν υπάρχει κι αν υπάρχει...Δεν έγινε και τίποτα.

Άλλη μια μέρα ξημερωσε.
Άλλη μια αναπνοή.Κι ακόμα μία...
Εδώ στο τίποτα.
Μηδέν.