Ο Γιάννης Μίχας Νεονάκης ή αλλιώς Dave
γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου του 1983 στην Αθήνα.
Μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα στην ευρύτερη
περιοχή του Βύρωνα και στην ηλικία των 13
ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με την ραπ μουσική αλλά και
με την τέχνη του γραπτού λόγου.Είναι στιχουργός , ερμηνευτής και ιδρυτικό μέλος του συγκροτήματος '' Φράξια'' ,
ένα από τα πιο βαθιά πολιτικοποιημένα και ανθρωποκεντρικά συγκροτήματα
της ανεξάρτητης μουσικής σκηνής.

Έχει γράψει και ερμηνεύσει σχεδόν εξ ολοκλήρου
όλη την δισκογραφία των Φράξια
( 3 δίσκοι , 2 προσωπικοί , 1 συλλογή )
και διάφορες συμμετοχές σε άλλα projects και συνεργασίες.



Έχει εμφανιστεί ζωντανά σε πολλά σημεία της Αθήνας αλλά
και της επαρχίας με το συγκρότημα και έχει εκδόσει επίσης
κι ένα βιβλίο με στίχους αλλά και πεζό λόγο , με τίτλο :
''Έχω τον λόγο μου''... Επίσης ασχολείται με την αρθρογραφία

επί σειρά ετών σε διάφορα blogs και τοπικές ανεξάρτητες εφημερίδες.
Αυτό τον καιρό αρθρογραφεί στο site Τέταρτο.
Έχει συμμετάσχει ως ομιλητής μεταξύ άλλων σε αρκετές εκδηλώσεις για το πολιτικό τραγούδι
και την δυναμική του λόγου στην hip hop μουσική.

Θεωρείται από αρκετούς ως ένας σύγχρονος ποιητής της γενιάς του,αλλά και κινηματικός καλλιτέχνης με αιχμηρό , επικίνδυνο αλλά και βαθιά ρομαντικό στίχο ,
καθώς έχουν αναφερθεί σε αυτόν και το έργο του αξιόλογοι άνθρωποι από τον χώρο της δημοσιογραφίας , της ποίησης , και του ραδιοφώνου. Αυτή η ιστοσελίδα έχει σκοπό την καταγραφή του εργού του και περιέχει όλους τους στίχους που κυκλοφόρησε σε μουσική μορφή από το 2009 μέχρι σήμερα.

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Ακόμα Ζωντανοί

Είμαστε εμείς που υψώσαμε φωνή και δώσαμε ορισμό
με συνείδηση και ταξικό προσανατολισμό
εμείς που απ`την αρχή διαλέξαμε μεριά
και ας έφτανε κοντά μας του φασίστα η μαχαιριά
Εμείς που στον εργάτη μιλήσαμε ανοιχτά
και φωνάξαμε να βγάλει απ`το λαιμό του την θηλιά
εμείς που περιγράψαμε την βία και τον πόνο
τα`χαμε νιώσει στο πετσί μας στα ταξίδια μας στον χρόνο.
Θυμάσαι ; Σου είχα πει να ξαναγεννηθούμε
και στα αρχίδια μου τα φράγκα ή το αν και ποιοι με ακούνε
σου είχα στείλει καληνύχτα όταν όρθιος κοιμόσουν
όταν τη ζωή σου κλέβαν κι εσύ βλάκα το δεχόσουν
Όπως βλέπεις μαλάκα δεν το βούλωσα ακόμα
έχω χρέος για τα αδέρφια μου που στέλνουνε στο χώμα
και για εκείνο το παιδί που τριγυρνούσε στις πλατείες
κι ήλπιζε μόνο στην τρέλα σε αταξία κι αλητείες.
Ακόμα πολεμάμε στους πιο άγριους καιρούς
το παιδί μετράει πληγές , ουρλιάζει μα δεν το ακούς
Τα σημάδια της απώλειας με το αίμα μας χαράχτηκαν
τα πρόβατα γίνανε λύκοι κι έρχονται , δεν σκιάχτηκαν.
Παλεύουν για λιακάδες ριζικής ανατροπής
στρώνουν δρόμους της ελευθερίας κι όχι της σιωπής
Τόσο ξεκάθαρα , ατόφιοι στίχοι μάτια πεντακάθαρα
και το τι φταίει μικρό μου πιόνι , ακόμα να το βρεις.



Σφιξ`τα δόντια , κρατήσου δρόμο έχουμε μπροστά μας
τι κι αν πέσαμε για λίγο ξαναήρθε η σειρά μας
εκτός απ`το γλείψιμο το στόμα είναι για να μιλάς
σφιξ`τα δόντια , πίστεψε το και πάλεψε με εμάς.
Σφίξ`τα δόντια κρατήσουν δρόμο έχουμε μπροστά μας
τι κι αν πέσαμε για λίγο ξαναήρθε η σειρά μας
απ`το μανιφέστο εκφράζεται η δική μας φωνή
πόσο τους πονάει να`ξερες που είμαστε ζωντανοί.



Μιλήσαμε για αρρώστιες που δεν παίρνουν θεραπεία σου' παμε για τους φασίστες που μπουκάραν στα σχολεία ηταν κει ο καπιταλισμος δεν θελεις να το δεις τι να κανουμε, ετσι λεγεται η σαπίλα που ζεις Τι θυμάσαι, τι κράτησες τι σου μεινε από αυτά δικό σου πρόβλημα, και ξερω έχεις ήδη αρκετά σε τούτη εδώ τη χώρα της δημοκρατίας εταιρία του ρουφιάνου και της wannabe μπουρζουαζίας Στην ευρώπη των λαών ο ηλίθιος νόμιζες πως άνηκες σου πήραν και τα σώβρακα μαλάκα πως σου φάνηκε το χέρι που σε τάιζε αντί να το δαγκώσεις σε 'χει πνίξει λυσσασμένα και αντε τώρα να γλιτώσεις και έτσι εδώ στην εποχή της μεσοβέζικης σιωπής την επέλεξες γιατι ήλπιζες πως έτσι θα σωθείς και αφού επανασυστηθήκαμε έτσι για να μην ξεχνίομαστε αν θέλεις ψάξε αν είναι αλήθεια ό,τι καυχίομαστε Να ζεις να πολεμάς να τραγουδάς και να μιλάς και αν είσαι σύμφωνος και αντέχεις, πάλεψε με μας σφίξτα δόντια πίστεψέ το και ο,τι σε πνιγει πέσ'το τόσα χρόνια αντάρτικο , τώρα η φωνή μας μανιφέστο.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Αμόκ ( Hantu Belian )

Μήπως αφήσω μια σελίδα κι ότι γράφω δεν τελειώσω
μήπως βγάλω απ`τη ψυχή μου το πιο κακό  μου ψέμα
Το πιο τραγικό μου λάθος δεν το ξεπληρώσω
και με τιμωρήσεις με το πιο ψυχρό σου βλέμμα.
Μήπως κάτι υποσχεθώ αλλά δεν θα κάνω πράξη
μήπως φύγω , δεν ξέρω έστω λίγο αν με θυμάσαι
Μήπως φύγεις,το δάκρυ στην πληγή σου πάνω στάξει
κι η ματιά μου σε ακολουθεί για πάντα , όπου και να σαι.
Στο κεφάλι μου σε εξέλιξη είναι ο πόλεμος ακόμα
 τα μάτια μου διψάνε να αντικρύσουν τα δικά σου
έχω βγει απο καιρό από τη μυστική κρυψώνα
και σε ψάχνω φτιάχνοντας στο μυαλό μου τη θωριά σου.
Ακουμπάω πάνω σε τοίχους , πασχίζω να σταθώ
στο σημείο που πονάς στρίβω κι άλλο το μαχαίρι
όλοι οι στοίχοι μου πήραν το δρόμο τους , μα εγώ είμαι εδώ
να περιμένω η Αγία Προσμονή κάτι να φέρει.
Στο μυαλό μου κηλίδες αίματος και ουρλιαχτά
κι οι ερινύες λυσασμένες για εκδίκηση διψάνε
το πρόσωπο τους δεν το βλέπω ακόμα καθαρά
όμως με δόντια κοφτερά τρώνε λαρύγγια και γελάνε.
Στο μυαλό μου κάνω πάρτυ , γλεντάω όταν κλαις
παρακαλάω να σέρνεσαι μπροστά μου με λυγμούς
Όταν θα ρχονται στα μούτρα σου όλες σου οι επιλογές
θα θυμάμαι που όταν στα λεγα ήμουν απ`τους γραφικούς.
Η αγάπη βγάζει νύχια κι απειλητικά ζυγώνει
ψάχνω απεγνωσμένα λόγους να χεις να με μισήσεις
στο μυαλό μου το παιδί ακόμα κλαίει κι ας μεγαλώνει
δεν το πείθεις , όσο κι αν θέλεις να το αγαπήσεις.


Στο μυαλό μου τα πίνω με το σάπιο το εγώ μου
και μισώ το κάθε τι , πάνω απ`όλα τη σκιά μου
φέρνω βόλτες γύρω γύρω απ`ότι νόμιζα δικό μου
το σκοτώνω ελπίζοντας να αναπνεύσει μακρυά μου.
Στο μυαλό μου τις ξήγες σου πανεύκολα επιστρέφω
κι όσο μου θυμίζεις ότι μ`αγαπάς εγώ ξερνάω
Δεν θα μάθεις τι με κάνει μέχρι τώρα και αντέχω
σαν άερας έξω από τις ενοχές σου θα γυρνάω.
Με τρομάζει ο θάνατος ,πότε και πως θα`ρθει
ποιος με τους στίχους μου θα βρει μια άκρη ποιος θα αναρωτιέται
μα το ότι πεθαίνω κάθε μέρα δεν με ανησυχεί
και δεν ειδα ούτε έναν για αυτό να στεναχωριέται.
Πάμε πάλι με την Άγια Μέθη μου κι αυτό το χάλι
σιγουριά κι αβεβαιότητα ένα τσιγάρο δρόμος
από λόγια , έχει πήξει το κεφάλι
η ψυχή μου σαν ανάκτορο και βασιλιάς ο πόνος.
Καρδιές και συναισθήματα κλειστά λόγω ανακαίνισης
οι άνθρωποι κλαίνε γλυκά , τρομακτικά γελούν
βλέπουν το τέλος της ζωής τους ,τούτης της παρένθεσης
σφυρίζουνε στο χρόνο τάχα πως αδιαφορούν.

Φυλαχτό μου , συντροφιά μου κρεμασμένο στο λαιμό μου
όνειρο μου μοιάζεις τώρα σανίδα από σχεδία
το μόνο που απέμεινε απ`το ναυάγιο μου
ρίχνει άγκυρα η ψυχή ,στο μυαλό μου τρικυμία 
Τα τραγούδια μου η προίκα μου, το μόνο κεκτημένο
τέχνη μου σε πήρα σοβαρά , τη ζωή στα αστεία
ότι είμαι και δεν είμαι , στο μπράτσο κεντημένο
λες πως είσαι ζωντανός μα κάνεις τόση ησυχία.