Κάπου στον κόσμο ένα χαμόγελο αυτή την ώρα σβήνει
κάπου αλλού δυο άνθρωποι αγκαλιάζονται σφιχτά
την τελευταία του πνοή σε μια γωνιά κάποιος αφήνει
είχε τα πάντα,μα δεν νίκησε ποτέ τη μοναξιά.
Σ`ένα παγκάκι ένας τρελός μονάχος του παραμιλάει
και πνίγει τα προβλήματα του μέσα στο μπουκάλι
κάπου αλλού ένα δάκρυ από δυο μάτια ξεγλιστράει
ένας φαντάρος δίνει τέλος και τραβάει τη σκανδάλη
Μια βελόνα,τρυπάει απόψε ένα πρησμένο χέρι
την ίδια ώρα που αλλού γεννιέται ένα παιδί
κάποιος μέσα στη θολούρα του βουτάει ένα μαχαίρι
και σκοτώνει ότι αγάπησε μέσα σε μια στιγμή
Μια ανήλικη κοπέλα μαζεύει τα κομμάτια της
μετράει μία μία τις πληγές της στο κορμί
από εδώ και πέρα η θλίψη θα στοιχειώσει μες στα μάτια της
απόψε της βίασαν για πάντα την ψυχή.
Κάπου στην πόλη αποκληρώνει ένας πατέρας το παιδί του
η διαφορετικότητα στον νου του δεν χωράει
και ποτέ του δεν έκατσε να ακούσει την ψυχή του
μα τον ένοιαξε το φύλλο κι όχι απλά που αγαπάει.
Μια παρέα ξεκινάει σε λίγο μια συζήτηση
και τούτο από μόνο του γεννάει την ελπίδα
ένας γέροντας στο εγγόνι του διακόπτει την αφήγηση
με κλάματα,για την χαμένη του πατρίδα.
Είναι η ώρα για συσκότηση σε όλες τις φυλακές
πέφτουν τα φώτα,ξεκινάει το δικαστήριο
από βασανισμένες κι οργισμένες ψυχές
φωνές και λάθη από το χθες ξανά στο επισκεπτήριο.
Κάποιος φωνάζει,μα δεν τον ακούει κανείς
κάποιος βολεύτηκε,τα τσέπωσε και δεν τον ενδιαφέρει
κάπου χάνονται οι κόποι κι ο ιδρώτας μιας ζωής
την ίδια ώρα που νόμιμοι ληστές σηκώνουν χέρι.
Κάπου υπάρχουνε κορίτσια που προσέχουν τα αδερφάκια τους
ο πόλεμος τους πήρε μια για πάντα τη μαμά τους
κάπου αλλού ποστάρουνε δημόσια τα κωλαράκια τους
να μειωθεί με κάνα like η ανασφάλεια τους.
Κάπου φεύγει και σκορπάει ο καπνός από δυο χείλη
δυο μάτια κάπου αστράφτουν και λένε την αλήθεια
κάποιο χέρι μες στη νύχτα ανάβει το φιτίλι
και ζώνονται οι σφαίρες χιαστί πάνω σε στήθια.
Κάπου κλείνουνε το δίκιο σε μπουντρούμια σκοτεινά
και σκεπάζουνε το άδικο με μυρωδιές κι αρώματα
όσο κάποιος δεν θυμάται κάποιος άλλος δεν ξεχνά
και θα επιστρέψει,για όλους αυτούς που πάτησαν σε πτώματα.
Κάπου ξημερώνει,κάπου βραδιάζει
κάπου απόψε στα ανοιχτά ανάβουν πυροφάνι
κάποιοι ακόμα το παλεύουν όσο και να συννεφιάζει
συνεχίζουν και ψάχνουν το δικό τους το λιμάνι.
Κάπου εδώ,νίκησα το σάπιο μου `` εγώ``
έδιωξα τους εφιάλτες,προχωράω και ποιος ξέρει
ίσως κάποιοι να ταυτίζονται με αυτά που έχω να πω
ίσως άλλους να τρομάζει η μαριονέτα με το χέρι.
Από το δεύτερο άλμπουμ Φράξια - `` Όταν πέφτει η αυλαία``
κάπου αλλού δυο άνθρωποι αγκαλιάζονται σφιχτά
την τελευταία του πνοή σε μια γωνιά κάποιος αφήνει
είχε τα πάντα,μα δεν νίκησε ποτέ τη μοναξιά.
Σ`ένα παγκάκι ένας τρελός μονάχος του παραμιλάει
και πνίγει τα προβλήματα του μέσα στο μπουκάλι
κάπου αλλού ένα δάκρυ από δυο μάτια ξεγλιστράει
ένας φαντάρος δίνει τέλος και τραβάει τη σκανδάλη
Μια βελόνα,τρυπάει απόψε ένα πρησμένο χέρι
την ίδια ώρα που αλλού γεννιέται ένα παιδί
κάποιος μέσα στη θολούρα του βουτάει ένα μαχαίρι
και σκοτώνει ότι αγάπησε μέσα σε μια στιγμή
Μια ανήλικη κοπέλα μαζεύει τα κομμάτια της
μετράει μία μία τις πληγές της στο κορμί
από εδώ και πέρα η θλίψη θα στοιχειώσει μες στα μάτια της
απόψε της βίασαν για πάντα την ψυχή.
Κάπου στην πόλη αποκληρώνει ένας πατέρας το παιδί του
η διαφορετικότητα στον νου του δεν χωράει
και ποτέ του δεν έκατσε να ακούσει την ψυχή του
μα τον ένοιαξε το φύλλο κι όχι απλά που αγαπάει.
Μια παρέα ξεκινάει σε λίγο μια συζήτηση
και τούτο από μόνο του γεννάει την ελπίδα
ένας γέροντας στο εγγόνι του διακόπτει την αφήγηση
με κλάματα,για την χαμένη του πατρίδα.
Είναι η ώρα για συσκότηση σε όλες τις φυλακές
πέφτουν τα φώτα,ξεκινάει το δικαστήριο
από βασανισμένες κι οργισμένες ψυχές
φωνές και λάθη από το χθες ξανά στο επισκεπτήριο.
Κάποιος φωνάζει,μα δεν τον ακούει κανείς
κάποιος βολεύτηκε,τα τσέπωσε και δεν τον ενδιαφέρει
κάπου χάνονται οι κόποι κι ο ιδρώτας μιας ζωής
την ίδια ώρα που νόμιμοι ληστές σηκώνουν χέρι.
Κάπου υπάρχουνε κορίτσια που προσέχουν τα αδερφάκια τους
ο πόλεμος τους πήρε μια για πάντα τη μαμά τους
κάπου αλλού ποστάρουνε δημόσια τα κωλαράκια τους
να μειωθεί με κάνα like η ανασφάλεια τους.
Κάπου φεύγει και σκορπάει ο καπνός από δυο χείλη
δυο μάτια κάπου αστράφτουν και λένε την αλήθεια
κάποιο χέρι μες στη νύχτα ανάβει το φιτίλι
και ζώνονται οι σφαίρες χιαστί πάνω σε στήθια.
Κάπου κλείνουνε το δίκιο σε μπουντρούμια σκοτεινά
και σκεπάζουνε το άδικο με μυρωδιές κι αρώματα
όσο κάποιος δεν θυμάται κάποιος άλλος δεν ξεχνά
και θα επιστρέψει,για όλους αυτούς που πάτησαν σε πτώματα.
Κάπου ξημερώνει,κάπου βραδιάζει
κάπου απόψε στα ανοιχτά ανάβουν πυροφάνι
κάποιοι ακόμα το παλεύουν όσο και να συννεφιάζει
συνεχίζουν και ψάχνουν το δικό τους το λιμάνι.
Κάπου εδώ,νίκησα το σάπιο μου `` εγώ``
έδιωξα τους εφιάλτες,προχωράω και ποιος ξέρει
ίσως κάποιοι να ταυτίζονται με αυτά που έχω να πω
ίσως άλλους να τρομάζει η μαριονέτα με το χέρι.
Από το δεύτερο άλμπουμ Φράξια - `` Όταν πέφτει η αυλαία``